- ἡμεροτροφίς
- ἡμεροτροφίς, ίδος, ἡ,A feeding for the day:= χοῖνιξ, Heraclid.Lemb.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημεροτροφίς — ἡμεροτροφίς, ίδος, ἡ (Α) (σκεύος ή ποσότητα) που παρέχει τροφή για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + τροφίς (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
ἡμεροτροφίδα — ἡμεροτροφίς feeding for the day fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek